- ὀφθαλμιῶντι
- ὀφθαλμιάωsuffer from ophthalmiapres part act masc/neut dat sgὀφθαλμιάωsuffer from ophthalmiapres ind act 3rd pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οφθαλμιώ — (Α ὀφθαλμιῶ, άω) [οφθαλμία] πάσχω από οφθαλμία («ἐντυχών τινι ὀφθαλμιῶντι ἀνθρώπῳ ἀπιόντι ἐξ ἰατρείου», Ξεν.) αρχ. 1. βλέπω με φθόνο την ευτυχία τού άλλου 2. αισθάνομαι ζηλοτυπία για κάποιον … Dictionary of Greek